-
1 καθ-υστερέω
καθ-υστερέω, zu spät kommen, hinter Einem zurückbleiben, -stehen; absolut, Pol. 5, 16, 5 u. öfter; τινός, 5, 50, 2; τὴν πόλιν τῶν χρειῶν μὴ καϑυστερεῖν Strab. XIV, 653; περὶ τἄλλα πάντα καϑυστερῶν καὶ τῇ φύσει καὶ τῇ κατασκευῇ Pol. 24, 7, 5, vgl. 29, 3, 1.
См. также в других словарях:
καθυστερώ — (AM καθυστερῶ, έω) 1. μένω πίσω, υστερώ, υπολείπομαι σε κάτι (α. «καθυστερεί στα μαθηματικά» β. «περὶ τἆλλα πάντα καθυστερῶν καὶ τῆ φύσει καὶ τῆ κατασκευῆ», Πολ.) 2. αργώ να φθάσω κάπου, αργοπορώ (α. «το πλοίο καθυστερεί» β. «οὗτος μὲν ὑπελείπετο … Dictionary of Greek